Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰς γνάϑους

См. также в других словарях:

  • Boupalos — (en grec ancien Βοὐπαλος / Boúpalos, en latin Bupalus) fut un sculpteur et architecte de la Grèce antique, à l époque archaïque; il était fils du sculpteur Achermos, et frère du sculpteur Athénis. Il est connu principalement pour sa querelle avec …   Wikipédia en Français

  • Bupalus — Boupalos Boupalos (en grec ancien Βοὐπαλος / Boúpalos, en latin Bupalus) est un sculpteur et architecte grec antique de l époque archaïque. Il appartient à l école de Chios, pionnière de la sculpture sur marbre[1]. Il est connu principalement… …   Wikipédia en Français

  • PSILOTHRUM — Graece ψίλωθρον, apud Martialem, l. 3. Epigr. 74. v. 1. Psilothrô faciem levas et dropace calvam: et dropax. sunt medicamenta depilatoria, quibus pilosa loca ad tempus laevia ac glabra reddebantur. Laevigabantautem hôc modô faciem, ut hîc: alas,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απόπληκτος — ἀπόπληκτος, ον (Α) [αποπλήσω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος 2. εμβρόντητος 3. ανόητος 4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» άλαλος, μουγγός 5. «ἀπόπληκτοι» νόσοι που προκαλούν αποπληξία …   Dictionary of Greek

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»